- αλατοποιώ
- [αλατοποιός]1. μετατρέπω, με εξάτμιση, το θαλάσσιο νερό σε αλάτι2. μέσ. είμαι πρόσφορος σε αλατοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατοποίηση — η η μετατροπή του θαλάσσιου νερού σε αλάτι με τη μέθοδο τής εξάτμισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλατοποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιήσιμος] … Dictionary of Greek
αλατοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει αλάτι σε αλυκές, ο αλατοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιία, αλατοποιώ] … Dictionary of Greek